μαλθουσιανικός

μαλθουσιανικός
και μαλθουσιανός, -ή, -ό
1. σχετικός με τον οικονομολόγο Μάλθους και τη θεωρία του
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. οπαδός τής θεωρίας τού Μάλθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το όνομα τού Άγγλου θεολόγου και οικονομολόγου Τ. Ρ. Μάλθους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”